LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λάχανον"
- λάχᾰνον, τό (λᾰχαίνω)· 1. κυρίως στον πληθ., λάχανα του κήπου, Λατ. olera, σε Πλάτ., κ.λπ. 2. επίσης στον πληθ., λαχαναγορά, μανάβικο, σε Αριστοφ.

