Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λάσιος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
λάσιος[ᾰ], , -ον και -ος, -ον (συγγενές προς δασύςI. μαλλιαρός, δασύς, δασύτριχος, πυκνόμαλλος, σε Όμηρ., Σοφ., κ.λπ. II. θαμνώδης, κατάφυτος, πυκνός από δέντρα, σε Ξεν., Θεόκρ.· τὰ λάσια, θάμνοι, σε Ξεν.
λασῐό-στερνος, -ον (στέρνον), αυτός που έχει δασύ, γεμάτο τρίχες στήθος, σε Ανθ.