LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λάρναξ"
- λάρναξ, -ᾰκος, ἡ, 1. κιβώτιο στο οποίο τοποθετούσαν πράγματα του σπιτιού, μπαούλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 2. τεφροδόχος ή θήκη για οστά, οστεοθήκη, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. 3. λίκνο στο οποίο τοποθετούνταν τα νεογέννητα μωρά, σε Σιμων.