Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λάπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λάπτω (√ΛΑΠ), μέλ. λάψω, αόρ. ἔλαψα, παρακ. λέλᾰφαΜέσ., μέλ. λάψομαι· 1. πίνω νερό με τη γλώσσα, λέγεται για λύκους, σε Ομήρ. Ιλ. 2. πίνω λαίμαργα, ρουφάω, πίνω μονορούφι, σε Λουκ.