
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λάμπω"
- λάμπω, μέλ. -ψω, αόρ. ἔλαμψα, παρακ. λέλαμπα (με σημασία ενεστ.) — Μέσ., μέλ. λάμψομαι· I. 1. παρέχω φως, ακτινοβολώ, είμαι λαμπρός, είμαι φωτεινός, λέγεται για τη λάμψη των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα μάτια, στο ίδ.· λέγεται για τη φωτιά, σε Σοφ. — Μέσ. ή Παθ., λαμπομένης κόρυθος, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ. 2. λέγεται για τον ήχο, είμαι ευκρινής, ηχώ καθαρά, ξεκάθαρα, σε Σοφ. 3. μεταφ., εκλάμπω, είμαι περίφημος ή επιφανής, σε Αισχύλ., Ευρ., κ.λπ. 4. λέγεται για πρόσωπα, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ, με λαμπρό πρόσωπο, σε Αριστοφ.· λάμπω, δοξάζομαι, φημίζομαι, στον ίδ. II. μτβ., φωτίζω, κάνω κάτι να λάμπει, σε Ευρ., Ανθ.