LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λάζομαι"
- λάζομαι, αποθ., ποιητ. αντί λαμβάνω· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. λάζετο, γʹ πληθ. ευκτ. λαζοίατο (αντί λάζοιντο)· Δωρ. προστ. λάζεο ή λάσδεο· I. λαμβάνω, δράττομαι, πιάνω, αρπάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν, μακάρι να έτρωγαν χώμα, στο ίδ.· μεταφ., πάλινδ' ὅ γε λάζετο μῦθον, πήρε πίσω το λόγο του, δηλ. τον άλλαξε, σε Όμηρ. II.λάζυμαι απαντά σε Ομηρ. Ύμν. και σε Ευρ.