Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λάβρος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
λάβρος[ᾰ φύσει], -ονήα, -ον, I. στον Όμηρο, λέγεται μόνο για τις φυσικές δυνάμεις, όπως άνεμος, βροχή, κ.λπ.· ορμητικός, καταιγιστικός, σφοδρός, σε Ηρόδ.· λάβρον πῦρ, λάβρα κύματα, λάβρος πόντος, κ.λπ., σε Ευρ. II. μετά τον Όμηρο, λέγεται για ανθρώπους: 1. ορμητικός, σφοδρός, βίαιος, σε Θέογν., Σοφ., κ.λπ. 2. άπληστος, λαίμαργος, σε Πίνδ., Ευρ. III. επίρρ., λάβρως: 1. με ορμή, μανιασμένα, σε Θέογν. 2. λαίμαργα, άπληστα, σε Αισχύλ.
λαβροσύνη, (λάβρος), βιαιότητα, απληστία, λαιμαργία, σε Ανθ.
λαβρό-σῠτος, -ον (σεύω), αυτός που ορμά με μανία, ορμητικώτατος, βίαιος, σε Αισχύλ.