Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κῶμα"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
κῶμα, -ατος, τό (κεῖμαι), βαθύς ύπνος, λήθαργο, ύπνος γαλήνιος, Λατ. sopor, σε Όμηρ., Ησίοδ.
κωμάζω, μέλ. -άσω και -άσομαι, αόρ. αʹ ἐκώμᾰσα, ποιητ. κώμ-· παρακ. κεκώμᾰκα· Δωρ. κωμάσδω, μέλ. -άξομαι, αόρ. αʹ προστ. κωμάξατε· (κῶμοςI. 1. συμμετέχω σε όμιλο γλεντζέδων, διασκεδάζω, γλεντοκοπώ, ξεφαντώνω, ευθυμώ, Λατ. comissari, σε Ησίοδ., Θέογν., Ευρ. κ.λπ. 2. πηγαίνω σε γιορταστική πομπή, σε Πίνδ., Δημ. II. 1. γιορτάζω, κῶμος, προς τιμήν του νικητή στους αγώνες, συμμετέχω στους πανηγυρισμούς, σε Πίνδ.· με σύστ. αντ., ἑορτὰν κ., στον ίδ. 2. με δοτ. προσ., πλησιάζω με κῶμον, τραγουδώ προς τιμήν του, στον ίδ. 3. με αιτ. προσ., τιμώ ή γιορτάζω αυτόν μέσα ή μέσω του κῶμου, στον ίδ. III. εμφανίζομαι ξαφνικά με τον τρόπο των γλεντζέδων, κ. ποτὶ τὴν Ἀμαρυλλίδα, σε Θεόκρ.· γενικά, εμφανίζομαι ξαφνικά, σε Ανθ.
κωμ-άρχης, -ου, (κώμη, ἄρχω), άρχοντας, επικεφαλής χωριού, σε Ξεν.
κωμάσδω, Δωρ. αντί κωμάζω.
κωμαστής, -οῦ, (κωμάζω), 1. γλεντζές, γλεντοκόπος, σε Πλάτ., Ξεν. 2. επίθ. του Βάκχου, ο θεός της ευωχίας, σε Αριστοφ.