Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κῶλον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κῶλον, τό, I. 1. μέλος, άκρο του σώματος, ιδίως, το πόδι, σε Τραγ. 2. λέγεται για φυτά, χοντρό κλαδί δέντρου, σε Ανθ. II. 1. μέρος από οτιδήποτε, όπως τμήμα κτιρίου, π.χ. πλάγια ή μετώπη, σε Ηρόδ. 2. ένα σκέλος ή μισό διάστημα ενός αγώνα δρόμου (δίαυλος), σε Αισχύλ. 3. μέλος ή κώλο πρότασης, Λατ. membrum, σε Αριστ.