LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κῦρος"
- Κῦρος, ὁ, ο Κύρος· 1. ὁ πρότερος, ο γηραιότερος Κύρος, σε Ηρόδ. 2. ὁ νεώτερος, ο αδερφός του Αρταξέρξη, σε Ξεν.
- κῦρος, -εος, τό, I. ανώτατη εξουσία, αρχή, ύψιστη δύναμη, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. II. επιβεβαίωση, εγκυρότητα, επικύρωση, ασφάλεια, σε Σοφ.