Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κῦμα"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
κῦμα, -ατος, τό (κύω), οτιδήποτε εξογκωμένο (σαν «γκαστρωμένο»)· απ' όπου, I. α) «φούσκωμα» της θάλασσας, κύμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· περιληπτικά, ὡς τὸ κῦμα ἔστρωτο, όταν το φούσκωμα είχε φύγει, σε Ηρόδ. β) μεταφ., λέγεται για πλήθος ανδρών, σε Αισχύλ.· μεταφ., κ. ἄτης, κακῶν, συμφορᾶς, στον ίδ., Ευρ. II. το κυοφορούμενο στη μήτρα έμβρυο, σε Αισχύλ.· λέγεται για τη γη, στον ίδ.
κῡμαίνω, μέλ. -ᾰνῶ (κῦμα), 1. υψώνομαι σε κύματα, πρήζομαι, φουσκώνω, σε Όμηρ., Πλάτ. 2. μεταφ., λέγεται για το πάθος, μεγαλώνω, αυξάνω, αναβράζω, σε Πίνδ., Αισχύλ. 3. μτβ., κάνω κάτι να κυμαίνεται, σε Λουκ., Ανθ.Παθ., σε Πλούτ.
κῡματίας, Ιων. -ίης, -ου, (κῦμα), 1. κυμαινόμενος, γεμάτος κύματα, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο, σε Ηρόδ. 2. Ενεργ., αυτός που προκαλεί κύματα, ανεμικός, θυελλώδης, ἄνεμος, στον ίδ.
κῡμᾰτο-ᾱγής, -ές (ἄγνυμι), αυτός που ξεσπάει όπως τα κύματα, σε Σοφ.
Κῡμᾰτο-λήγη, (λήγω), αυτή που καταπραΰνει τα κύματα, λέγεται για τις Νηρηίδες, σε Ησίοδ.
κῡμᾰτο-πλήξ, -ῆγος, , (πλήσσω), κυματόδαρτος, σε Σοφ.
κῡμᾰτόω, μέλ. -ώσω (κῦμα), I. καλύπτω με κύματα, σε Πλούτ. II. Παθ., υψώνομαι ή υψώνω σε κύματα, λέγεται για τη θάλασσα, σε Θουκ.
κῡμᾰτ-ωγή, (ἄγνυμι), μέρος στο οποίο ξεσπούν τα κύματα, παραλία, σε Ηρόδ.
κῡμᾰτ-ώδης, -ες (εἶδος), αυτός πάνω στον οποίο σπάζουν τα κύματα, σε Πλούτ.