Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κῆρυξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κῆρυξ, Δωρ. κᾶρυξ, -ῡκος, , 1. αγγελιαφόρος, κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης, δημόσιος κήρυκας, σε Όμηρ. κ.λπ. Στον Όμηρ., συγκαλούν τη λαϊκή συνέλευση, διαχωρίζουν τους αντιπάλους, είναι υπεύθυνοι για τις θυσίες, ενεργούν ως διπλωματικοί αντιπρόσωποι, και τα πρόσωπά τους είναι ιερά. Μετά τον Όμηρ., ο Ερμής αποκαλείται αγγελιαφόρος των θεών, σε Ησίοδ. κ.λπ. 2. στην Αθήνα, κήρυκας που ανακοίνωνε τις εκκλησίες του δήμου, σε Αριστοφ. κ.λπ.