Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κῆρ"

Βρέθηκαν 32 λήμματα [1 - 20]
Κήρ, , Κηρός, αιτ. Κῆρα, η θεότητα του θανάτου, απ' όπου χαμός, όλεθρος, πεπρωμένο, σε Όμηρ.· ολόκληρο, Κὴρ Θανάτοιο, σε Ομήρ. Οδ.· Κῆρες Θανάτοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, όλεθρος, καταστροφή, βαρεῖα μὲν κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι, θλιβερός χαμός αν δεν υπακούσει, σε Αισχύλ.· κὴρ οὐ καλή, απρεπές όνειδος, σε Σοφ.
κῆρ, τό, συνηρ. από το κέαρ (όπως αν προερχόταν το ἦρ από το ἔαρ), καρδιά, Λατ. cor, σε Όμηρ.· δοτ. κῆρι, ως επίρρ., με όλη την καρδιά, ολόψυχα, στον ίδ.· στους Τραγ. πάντα κέαρ.
κηραίνω, μέλ. -ᾰνῶ (κῆρ), είμαι άρρωστος στην καρδιά, ανήσυχος, ταραγμένος, σε Ευρ.
Κηρεσσι-φόρητος, -ον (κήρ, φορέω), αυτός τον οποίο μεταφέρουν οι Κῆρες, σε Ομήρ. Ιλ.
κήρῐνος, , -ον (κηρός), φτιαγμένος από κερί, κέρινος, σε Πλάτ.· μεταφ., εύπλαστος και μαλακός σαν από κερί (Οράτ. cereus in vitium flecti), στον ίδ.
κηριο-κλέπτης, -ου, , κλέφτης κηρήθρων, σε Θεόκρ.
κηρίον, τό (κηρός), 1. κηρήθρα, Λατ. favus, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, κηρίον σφηκῶν, σε Ηρόδ. 2. κέρινη πλάκα, σε Ανθ.
κηρι-τρεφής, -ές (τρέφω), αυτός που έχει συνθραφεί με την αθλιότητα, σε Ησίοδ.
κηρο-δέτης, -ου, , Δωρ. κηροδέτος, = το επόμ., σε Ευρ.
κηρό-δετος, Δωρ. καρ-, -ον (δέω), δεμένος με κερί, μέλι, σε Ανθ.
κηρόθῐ, επίρρ. (κῆρ), στην καρδιά, με όλη την καρδιά, ολόψυχα, εγκάρδια, σε Όμηρ., Ησίοδ.
κηρόομαι, Παθ. (κηρός), Μέσ., καλύπτομαι με κερί, σε Ανθ.
κηρο-πᾰγής, -ές (πήγνυμι), δεμένος με κερί, σε Ανθ.
κηρό-πλαστος, -ον, 1. πλασμένος με κερί, κέρινος, σε Ανθ. 2. = κηρόδετος, σε Αισχύλ.
κηρός, , το κερί των μελισσών, Λατ. cera, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
κηρο-τέχνης, -ου, , κηροπλάστης, σε Ανακρεόντ.
κηρο-τρόφος, -ον (τρέφω), αυτός που παράγει κερί, κέρινος, σε Ανθ.
κηρο-χίτων[ῐ], -ωνος, , , περιβεβλημένος με κερί, σε Ανθ.
κηρο-χῠτέω, κατασκευάζω κυψέλες από κερί, σε Ανθ.
κηρό-χῠτος, -ον, ο κατασκευασμένος από κερί.