Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κῆδος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κῆδος, Δωρ. κᾶδος, -εος, τό (κήδω), I. 1. φροντίδα για τους άλλους, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. 2. φροντίδες, ανησυχίες, θλίψεις, σε Όμηρ. 3. ιδίως, φροντίδα για τον νεκρό, θρήνος, μοιρολόι, στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης στον ενικ., κᾶδος φθιμένου, σε Πίνδ.· ἅμα κήδεϊ, όταν υπάρχει θάνατος στην οικογένεια, σε Ηρόδ.· ἐςτὸ κ. ἰέναι, επιμελούμαι, παρίσταμαι στην κηδεία, στον ίδ. 4. αντικείμενο φροντίδας, έγνοια, σε Αισχύλ. II. συγγένεια μέσω γάμου, Λατ. affinitas, σε Ηρόδ., Αττ.
κηδόσυνος, -ον, ανήσυχος, εναγώνιος, ανυπόμονος, σε Ευρ.