Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κώμη"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κώμη, , = Λατ. vicus, χωριό ή κωμόπολη, αντίθ. προς την περιτειχισμένη έννοια της πόλης· αρχικά Δωρ. λέξη = Αττ. δῆμος, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κατοικῆσθαι κατὰ κώμας, ζω σε ξεχωριστά χωριά (όχι σε οχυρωμένες πόλεις), λέγεται για τους Μήδους, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για χώρα, κατὰ κώμας οἰκεῖσθαι, έχοντας τον πληθυσμό της κατανεμημένο σε χωριά, σε Θουκ.
κωμήτης, -ου, (κώμη), I. χωρικός, επαρχιώτης, αγρότης, σε Πλάτ., Ξεν. II. λέγεται στην πόλη, κάποιος από την ίδια συνοικία, Λατ. vicinus, σε Αριστοφ.· με πιο χαλαρή έννοια, χθονὸς κωμῆται, κάτοικοι ενός τόπου, σε Ευρ.