Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κώλυμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κώλῡμα, -ατοςτό (κωλύω), I. παρεμπόδιση, παρακώλυση, εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα, σε Ευρ., Θουκ. II. άμυνα εναντίον κάποιου πράγματος, αντίσταση, προφύλαξη, σε Θουκ.