Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κώδων"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
κώδων, -ωνος, και , κουδούνι, σε Αισχύλ., Ευρ.· υπήρχε στις οχυρωμένες πόλεις ένας αξιωματούχος ο οποίος έκανε περιπολία τη νύχτα μ' ένα κουδούνι για να είναι οι σκοποί σε εγρήγορση, σε Θουκ.· ὡς κώδωνα ἐξαψάμενος, όπως κάποιος που έχει ξυπνητήρι στο χέρι του, σε Δημ.
κωδωνίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, δοκιμάζω μέσω κουδουνίσματος, λέγεται για χρήματα, σε Αριστοφ.
κωδωνό-κροτος, -ον, αυτός που κουδουνίζει, όπως με κουδούνια, σε Ευρ.
κωδωνο-φᾰλᾰρό-πωλος, -ον, αυτός που έχει κουδούνια στα χάμουρα του αλόγου, σε Αριστοφ.
κωδωνο-φορέω, μέλ. -ήσω, μεταφέρω κουδούνι, επισκέπτομαι τις σκοπιές, σε Αριστοφ.Παθ., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται, περιφέρεται το κουδούνι παντού, δηλ. οι σκοπιές επισκέπτονται, στον ίδ.