Αποτελέσματα για: "κώδων"
Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
-
κώδων, -ωνος, ὁ και ἡ, κουδούνι, σε Αισχύλ., Ευρ.· υπήρχε στις οχυρωμένες πόλεις ένας αξιωματούχος ο οποίος έκανε περιπολία τη νύχτα μ' ένα κουδούνι για να είναι οι σκοποί σε εγρήγορση, σε Θουκ.· ὡς κώδωνα ἐξαψάμενος, όπως κάποιος που έχει ξυπνητήρι στο χέρι του, σε Δημ.
-
κωδωνίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, δοκιμάζω μέσω κουδουνίσματος, λέγεται για χρήματα, σε Αριστοφ.
-
κωδωνό-κροτος, -ον, αυτός που κουδουνίζει, όπως με κουδούνια, σε Ευρ.
-
κωδωνο-φᾰλᾰρό-πωλος, -ον, αυτός που έχει κουδούνια στα χάμουρα του αλόγου, σε Αριστοφ.
-
κωδωνο-φορέω, μέλ. -ήσω, μεταφέρω κουδούνι, επισκέπτομαι τις σκοπιές, σε Αριστοφ. — Παθ., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται, περιφέρεται το κουδούνι παντού, δηλ. οι σκοπιές επισκέπτονται, στον ίδ.