Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κύων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κύων, και , γεν. κῠνός, δοτ. κῠνί, αιτ. κύνα, κλητ. κύον· πληθ., ονομ. κύνες, γεν. κυνῶν, δοτ. κυσί, Επικ. κύνεσσι, αιτ. κύνας· I. σκύλος ή σκύλα, σε Όμηρ. κ.λπ.· περισσότερο συνηθισμένο στα κυνηγετικά σκυλιά, στον ίδ. κ.λπ.· η Λακωνική ράτσα ήταν περίφημη, σε Σοφ.· νὴ ή μὰ τὸν κύνα, ήταν ο αγαπημένος όρκος του Σωκράτη, σε Πλάτ.· πρβλ. τραπεζεύς. II. 1. ως λέξη αποδοκιμασίας ή μομφής, για να υποδηλώσει αδιαντροπιά ή θρασύτητα στις γυναίκες και απερισκεψία, αμυαλιά, στους άνδρες, σε Όμηρ. 2. στην Αθήνα, σκωπτικό όνομα των Κυνικών, σε Αριστ., Ανθ. III. οι Τραγικοί αποδίδουν τον όρο στους εντεταλμένους των θεών· ο αετός είναι Διὸςπτηνὸς κύων, σε Αισχύλ.· οι γρύπες Ζηνὸς ἀκραγεῖς κύνες, στον ίδ.· οι Βάκχες Λύσσης κ., σε Ευρ. κ.λπ. IV. σκυλόψαρο, αναφέρεται ως ψάρι στην Ομήρ. Οδ.V. σείριος = το κύναστρο, δηλ. ο σκύλος του Ωρίωνα, που τοποθετήθηκε ανάμεσα στα αστέρια με το αφεντικό του, σε Ομήρ. Ιλ.