Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κύτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κύτος[ῠ], -εος, τό (κύω), 1. βαθούλωμα ασπίδας ή θώρακα, σε Αισχύλ., Αριστοφ. 2. κάθε αγγείο, βάζο, πλατύστομο γυάλινο δοχείο, υδρία, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· πλεκτὸν κ., καλάθι, σε Ευρ. 3. οτιδήποτε εμπεριέχει το σώμα, σε Σοφ.