Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κύριος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κύριος[ῡ], , -ον και -ος, -ον· (κῦρος
Α. I. 1.
λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει εξουσία ή επιρροή πάνω σε, κύριος ή αφέντης, με γεν., σε Πίνδ., Αττ.· κύριός εἰμι, με απαρ., έχω εξουσία να κάνω, δικαιούμαι να πράξω, σε Αισχύλ. κ.λπ.· κυριώτεροι δοῦναι, περισσότερο ικανοί να δώσουν, σε Θουκ. 2. απόλ., αυτός που έχει εξουσία, επιτακτικός, επιβλητικός, αυταρχικός, κυρίαρχος, κ. εἶναι, έχω εξουσία, σε Πλάτ.· τὸ κύριον, η κυρίαρχη αρχή σε μια πολιτεία, τὰ κύρια, οι αρχές, οι έννομες εξουσίες, σε Σοφ., Δημ. II. 1. όταν δεν λέγεται για πρόσωπα, αυταρχικός, εξουσιαστικός, δεσποτικός, υπερισχύων, ανώτατος, δίκαι, σε Ευρ.· μῦθος κυριώτερος, περισσότερης ισχύος, στον ίδ. κ.λπ. 2. αντίθ. προς το ἄκυρος, νόμιμος, έγκυρος, ισχύων, νόμοι, δόγματα, σε Δημ.· κ. θέσθαι ή ποιεῖσθαί τι, ορίζω, προσδιορίζω από θέση ισχύος, σε Σοφ., Δημ. 3. λέγεται για χρόνο κ.λπ. ορισμένος, ταξινομημένος, προσδιορισμένος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, τὸ κύριον, ο ορισμένος χρόνος, σε Αισχύλ.· στην Αθήνα, κυρίαἐκκλησία, κανονική ή τακτική συνέλευση του δήμου, αντίθ. προς το σύγκλητος ἐκκλησία (μια που συγκαλείται εκτάκτως), σε Αριστοφ. 4. νόμιμος, κανονικός, τακτός, πρέπων, αρμόδιος, σε Αισχύλ. 5. λέγεται για λέξεις, κυριολεκτικός, ομιλούμενος, Λατ. proprius, σε Αριστ. Β. I. 1. ως ουσ., κύριος, , άρχοντας, αφέντης, κύριος, Λατ. dominus, λέγεται για τους θεούς, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.· η κεφαλή της οικογένειας, τύπος ευγενικής προσφώνησης, όπως το «κύριε», σε Κ.Δ. 2. κυρία, , δέσποινα ή οικοδέσποινα, Λατ. domina, σε Μένανδρ. κ.λπ. II. ὁ Κύριος, ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, = Εβρ. JEHOVAH, LXX·στην Κ.Δ. ιδίως, λέγεται για το Χριστό.