Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κύντερος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κύντερος, , -ον, συγκρ. επίθ. σχημ. από το κύων, I. περισσότερο όμοιος με σκύλο, δηλ. περισσότερο αδιάντροπος, αυθάδης, σε Όμηρ.· περισσότερο απεχθής, πιο φρικτός, κύντερον ἄλλο ποτ' ἔτλης, σε Ομήρ. Οδ. II. υπερθ., κύντατος, , -ον, ο πιο αδιάντροπος, σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν.