LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κύλιξ"
- κύλιξ[ῠ], -ῐκος, ἡ (κύω), κύπελο, κούπα, κρασοπότηρο, Λατ. calix, σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.· περιελαύνειν τὰς κ., περιφέρω τα ποτήρια, σε Ξεν.