Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κύκλος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
κύκλος[ῠ φύσει], -ου, , επίσης με ετερογ. πληθ. κύκλα· I. 1. δακτύλιος, κύκλος, στρογγυλό μέρος, σε Όμηρ.· ἀσπίδος κύκλος, στρογγυλή ασπίδα, σε Αισχύλ. 2. επιρρ. χρήσεις, κύκλῳ, σε κύκλο ή δακτύλιο, γύρω, ολόγυρα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· με γεν., κ. τοῦ στρατοπέδου, σε Ξεν. κ.λπ. II. κάθε κυκλικό σώμα· 1. τροχός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. τόπος συνάθροισης, ἀγορά, στο ίδ., Αττ.· έπειτα, οπως το Λατ. corona, κύκλος ανθρώπων, σε Σοφ., Ξεν. 3. θόλος ουρανού, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 4. τροχιά ή δίσκος του ήλιου και του φεγγαριού, σε Ηρόδ., Τραγ. 5. τείχος γύρω από μια πόλη, ιδίως, γύρω από την Αθήνα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 6. κυκλική ασπίδα, βλ. ανωτ. I. I. 7. στον πληθ., κόγχες ματιών, μάτια, σε Σοφ.· σπανίως στον ενικ., μάτι, στον ίδ. III. 1. κάθε κυκλική κίνηση, τροχιά ουράνιων σωμάτων, περιοδική επάνοδος των ωρών του έτους, περιστροφική κίνηση των εποχών, ανακύκλωση των γεγονότων, σε Ηρόδ., Ευρ. 2. κυκλικός χορός, σε Αριστοφ.
κυκλόσε, επίρρ., μέσα σε κύκλο ή κυκλικά, σε Ομήρ. Ιλ.
κυκλο-σοβέω, μέλ. -ήσω, οδηγώ κυκλικά, περιστρέφω, σε Αριστοφ.