
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κύανος"
- κύανος, -ου, ὁ, I. 1. κυανός, με σκουρόχρωμο περιεχόμενο, χρησιμοποιείται στην Ηρωική Εποχή για τη διακόσμηση έργων σε μέταλλο, πιθ. μπλε ατσάλι, σε Όμηρ. 2. ως θηλ., μωβ-μπλε λουλούδι του σιταριού, σε Ανθ. II. ως επίθ., κυάνεος, με συγκρ. και υπερθ. κυανώτερος, -ώτατος, σε Ανακρεόντ.
- κυᾰνό-στολος, -ον (στολή), με σκουρόχρωμη εσθήτα, με βαθιά σκούρα στολή, σε Βίωνα.