Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόσμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κόσμος, -ου, , 1. τάξη, κόσμῳ και κατὰ κόσμον, σε τάξη, δεόντως, καθωσπρέπει, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μὰψ ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, στο ίδ.· οὐδενὶ κόσμῳ, σε καμιά συγκεκριμένη σειρά, σε Ηρόδ., Αττ. 2. καλή τάξη, πρέπουσα συμπεριφορά, ευπρέπεια, σε Αισχύλ., Δημ. 3. τύπος, μορφή πράγματος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. 4. λέγεται για κράτη, τάξη, διακυβέρνηση, σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. στολίδι, διακόσμηση, καλλωπισμός, ένδυση, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ιδίως, λέγεται για γυναίκες, Λατ. mundus muliebris, στο ίδ., σε Ησίοδ. κ.λπ.· στον πληθ., στολίδια, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. μεταφ., τιμώ, εκτιμώ, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. III. κυβερνήτης, τίτλος του κύριου άρχοντα στην Κρήτη, σε Αριστ. IV.1.ο κόσμος ή το σύμπαν, ονομασμένα έτσι από την τέλεια διάταξή τους, Λατ. mundus, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. ανθρωπότητα, όπως χρησιμοποιεί την έννοια «κόσμος», σε Κ.Δ.