Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόσμιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κόσμιος, , -ον και -ος, -ον (κόσμος), 1. ο καλά τακτοποιημένος, κανονικός, εύρυθμος, μετριοπαθής, δαπάνη, σε Πλάτ.· κόσμιόν ἐστι, με απαρ. είναι συνήθης πρακτική, σε Αριστοφ. 2. λέγεται για πρόσωπα, τακτικός, φρόνιμος, ήσυχος, διακριτικός, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· τὸ κ., decorium, κοσμιότητα, ευπρέπεια, σε Σοφ.· επίρρ. κοσμίως, με ευπρέπεια, με σεμνότητα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· κοσμίως ἔχειν, είναι αρμόζον, πρέπον, σε Πλάτ.