Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόρυς"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
κόρῠς, -ῠθος, · αιτ. κόρῠθα και κόρυν· ποιητ. δοτ. πληθ. κορύθεσσι· (κάραI. κράνος, περικεφαλαία, σε Όμηρ. II. το κεφάλι, σε Ευρ.
κορύσσω, ποιητ. απαρ. -έμεν· Επικ. παρατ. κόρυσσονΜέσ., αόρ. αʹ ἐκφυσσάμηνΠαθ., παρακ. κεκόρυθμαι· (κορύςI. εξοπλίζω με περικεφαλαία, και γενικά, εφοδιάζω, παρέχω, συγκεντρώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.Παθ. και Μέσ., εφοδιάζομαι ή οπλίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ. II. υψώνω, κορυφώνω, κόρυσσε κῦμα, κορύφωσε το υπερυψωμένο κύμα του, στο ίδ.Παθ., υψώνω το κεφάλι μου, λέγεται για κύμα, στο ίδ.· λέγεται για τη Φήμη, στο ίδ.· λέγεται για σύννεφα, σε Θεόκρ.
κορυστής, -οῦ, , άνδρας με περικεφαλαία, οπλισμένος πολεμιστής, σε Ομήρ. Ιλ.