Αποτελέσματα για: "κόρυς"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
κόρῠς, -ῠθος, ἡ· αιτ. κόρῠθα και κόρυν· ποιητ. δοτ. πληθ. κορύθεσσι· (κάρα)· I. κράνος, περικεφαλαία, σε Όμηρ. II. το κεφάλι, σε Ευρ.
-
κορύσσω, ποιητ. απαρ. -έμεν· Επικ. παρατ. κόρυσσον — Μέσ., αόρ. αʹ ἐκφυσσάμην — Παθ., παρακ. κεκόρυθμαι· (κορύς)· I. εξοπλίζω με περικεφαλαία, και γενικά, εφοδιάζω, παρέχω, συγκεντρώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. — Παθ. και Μέσ., εφοδιάζομαι ή οπλίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ. II. υψώνω, κορυφώνω, κόρυσσε κῦμα, κορύφωσε το υπερυψωμένο κύμα του, στο ίδ. — Παθ., υψώνω το κεφάλι μου, λέγεται για κύμα, στο ίδ.· λέγεται για τη Φήμη, στο ίδ.· λέγεται για σύννεφα, σε Θεόκρ.
-
κορυστής, -οῦ, ὁ, άνδρας με περικεφαλαία, οπλισμένος πολεμιστής, σε Ομήρ. Ιλ.