LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κόρυμβος"
- κόρυμβος, ὁ, πληθ. κόρυμβοι και κόρυμβα· (κόρυς, κορυφή)· I. 1. το ανώτατο σημείο, κορυφή, τέλος, νηῶν ἄκρα κόρυμβα, τα καμπυλωτά άκρα της πρύμνης στο πλοίο, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., λέγεται για το πλοίο μόνο του, σε Αισχύλ. 2. η κορυφή λόφου, σε Ηρόδ., Αισχύλ. II. κρωβύλος, σε Ανθ. III. τσαμπί φρούτων ή λουλουδιών, σε Μόσχ., Ανθ.