Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόρος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
κόρος (Α), -ου, , 1. γέμισμα, πλήρωση, ικανοποίηση, χόρτασμα, πλησμονή, σε Όμηρ. κ.λπ.· πάντων μὲν κόρος ἐστί, καὶ ὕπνου, κάποιος μπορεί να χορτάσει όλα τα πράγματα, ακόμα και τον ύπνο κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· κ. ἔχειν τινός, χορταίνω από κάτι, σε Ευρ. 2. επακόλουθο του κορεσμού, αυθάδεια, ιταμότητα, σε Πίνδ.· πρὸς κόρον, με αυθάδεια, σε Αισχύλ.
κόρος (Β), -ου, , Ιων. κοῦρος, Δωρ. κῶρος· 1. αγόρι, νεανίας, παιδί, έφηβος, σε Όμηρ. κ.λπ.· κοῦροι, νεαροί άνδρες, πολεμιστές, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, υπηρέτες, όπως το Λατ. pueri, σε Όμηρ. 2. με γεν. κυρίων ονομάτων, γιος, σε Ομήρ. Οδ.· Θησέως κ., σε Σοφ. κ.λπ. (πιθ. από τα κείρω, κάποιος που έχει κόψει κοντά τα μαλλιά του, όταν βγαίνει από την εφηβική ηλικία).
κόρος (Γ), , το εβραϊκό σάρωθρο, ξηράμετρο, ξηρομετρική μονάδα που χωρούσε δέκα αττ. μεδίμνους, γύρω στα εκατόν είκοσι γαλόνια, σε Κ.Δ.