Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόρη"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κόρη, , σπανίως κόρᾱ, ακόμα και στην Αττ.· Ιων. κούρη, Δωρ. κώρα· θηλ. του κόρος, κοῦρος.
Α. I. 1.
παρθένος, ανύπανδρη κοπέλα, δεσποινίδα, Λατ. puella, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ. 2. νύφη, νιόπαντρη, σε Όμηρ., Ευρ. 3. κόρη, κοῦραι Διός, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. Διός, λέγεται για την Αθηνά, σε Αισχύλ.· στην κλητ. κούρα, κόρη μου, στον ίδ., σε Σοφ. II. η κόρη του ματιού, Λατ. pupula, επειδή εκεί μέσα εμφανίζεται μια μικρή εικόνα, σε Ευρ., Αριστοφ. III. μακρύ μανίκι που καλύπτει όλο το χέρι, σε Ξεν. Β.Κόρη, Δωρ. Κόρα, Ιων. Κούρη, , η Κόρη, η κόρη (της Δήμητρας), όνομα με το οποίο λατρευόταν η Περσεφόνη στην Αττική, τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Δημήτηρ καὶ Κόρη, σε Ξεν. κ.λπ.
κόρημα, -ατος, τό (κορέω), σάρωμα, σκούπα, σε Αριστοφ.