Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόραξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κόραξ, -ᾰκος, , Λατ. corvus, I. κόρακας, κοράκι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε αναθέματα, κατάρες, «ἐς κόρακας», pasce corvos, «άι χάσου», «άι πνίξου», σε Αριστοφ.· βάλλ' ἐς κόρακας, στον ίδ.· οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ, στον ίδ.· ἐς κόρακας οἰχήσεται; στον ίδ. II. 1. οτιδήποτε όπως το ράμφος του κορακιού, μηχάνημα για το γάντζωμα πλοίου, σε Πολύβ. 2. γάντζος, αγκιστροειδές χερούλι πόρτας, σε Ανθ. 3. όργανα βασανισμού, σε Λουκ.