Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κόπτω (από τη √ΚΟΠμέλ. κόψω, αόρ. αʹ ἔκοψα, παρακ. κέκοφα, Επικ. μτχ. κεκοπώςΠαθ., μέλ. κεκόψομαι, αόρ. βʹ ἐκόπην, παρακ. κέκομμαι· I. 1. πλήττω, χτυπώ, κατατοτροπώνω, γκρεμίζω, σε Ομήρ. Οδ.· κόψε μιν παρήιον, τον χτύπησε στο πηγούνι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. κατακόπτω, αποκόπτω, σε Όμηρ. κ.λπ.· κ. δένδρα, κόβω δένδρα, σε Θουκ. κ.λπ.· κ. τὴν χώραν, κόβω τα δένδρα σ' αυτήν, την ερημώνω, σε Ξεν.Παθ., λέγεται για πλοία, καταστρέφομαι ή τσακίζομαι από τον εχθρό, σε Θουκ.· μεταφ., φρενῶν κεκομμένος, χτυπημένος στο μυαλό, σε Αισχύλ. 3. σφυρηλατώ, κατασκευάζω στο σιδηρουργείο, σε Όμηρ.· κόβω νόμισμα, κόβω μέταλλο στην πρέσα, σε Ηρόδ.Μέσ., βάζω και μου κόβουν νομίσματα, διατάζω νομισματοκοπή, στον ίδ.Παθ., λέγεται για τα χρήματα, κόβομαι σε νομίσματα ή εντυπώνομαι σε μέταλλο, σε Αριστοφ. 4. χτυπώ την πόρτα, Λατ. pulsare, στον ίδ. κ.λπ. 5. κόβω σε μικρά τεμάχια, κοπανίζω, «λιανίζω» σε γουδί, σε Ηρόδ. 6. λέγεται για άλογο, τραντάζω ή ρίχνω κάτω τον αναβάτη, σε Ξεν. 7. μεταφ., καταπονούμαι, εξασθενούμαι, σε Δημ. II. 1. Μέσ., κόπτομαι, χτυπώ το στήθος μου ή το κεφάλι μου από λύπη, Λατ. plangere, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πλάτ. 2. κόπτεσθαί τινα, θρηνώ για κάποιον, Λατ. plangere aliqum, σε Ευρ. κ.λπ.