Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόπος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κόπος, -ου, (κόπτω), I. χτύπημα, χτύπος, σε Αισχύλ., Ευρ. II. 1. κόπος, μόχθος, κούραση, ταλαιπωρία, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. κόπωση, ξεθέωμα, σε Ευρ., Αριστοφ.