Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόνις"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κόνις, -ιος, Αττ. -εως ή -ευς, , Επικ. δοτ. κόνι αντί κόνιι· Λατ. cinis, I. 1. σκόνη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για το τάφο, σε Πίνδ., Σοφ. 2. στάχτες, σε Όμηρ. II. κονία II, σε Λουκ.· μεταφ., λέγεται για κόπο, μόχθο, στον ίδ. ( στον Όμηρ., σε Αττ.).
κονίσᾰλος[ῑ] (κόνις), σύννεφο σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ.