Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόνδυλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κόνδῠλος, , γρονθοκοπώ, κονδύλοις πατάξαι, αντίθ. προς το ἐπὶ κόρρης (χτύπημα στο πρόσωπο, ράπισμα, χαστούκι), σε Δημ.· παροιμ., κολλύραν καὶ κόνδυλον ὕψον ἐπ' αὐτῇ, κουλούρι με ξύλο για προσφάι, δηλ. «γερό ξύλο», σε Αριστοφ.