Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόμπος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κόμπος, , I. 1. θόρυβος, κρότος, κτύπος, όπως αυτός που κάνουν οι χαυλιόδοντες του κάπρου όταν τους ακονίζει, σε Ομήρ. Ιλ.· χτύπος των ποδιών χορευτή, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. μεταφ., κομπασμός, καυχησιά, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. σπανίως με θετική σημασία, έπαινος, σε Πίνδ.
κομπός, = κομπαστής, σε Ευρ.