Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόμμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κόμμα, -ατος, τό (κόπτω), I. 1. αποτύπωμα ή εντύπωση νομίσματος, σε Αριστοφ.· παροιμ., πονηροῦ κόμματος, με φαύλο χάραγμα, στον ίδ. 2. νόμισμα, νόμισμα, νομισματοκοπία, στον ίδ. II. σημείο στίξης σε πρόταση, Λατ. comma, σε Κικ.
κομμᾰτικός, , -όν (κόμμα II), αυτός που αποτελείται από μικρές προτάσεις, μικρὰ καὶ κ. ἐρωτήματα, σε Λουκ.