Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόμη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
κόμη, , I. τα μαλλιά του κεφαλιού, Λατ. coma, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης στον πληθ., στον ίδ.· κόμην τρέφειν, αφήνω τα μαλλιά να μακρύνουν, σε Ηρόδ.· κόμηνκείρεσθαι, ξυρίζω τα μαλλιά στο πένθος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· κόμαι πρόσθετοι, ψεύτικα μαλλιά, περούκα, σε Ξεν. II. μεταφ., φύλλωμα, φυλλωσιά των δέντρων, σε Ομήρ. Οδ.
Κομητ-ᾰμῠνίας, -ου, , κωμική εκδοχή του ονόματος Αμυνίας, ο «ομορφονιός» Αμυνίας (πρβλ. κομάω), σε Αριστοφ.
κομήτης, -ου, (κομάωI. 1. αυτός που έχει μακριά μαλλιά, μακρυμάλλης, παρά Ηρόδ., Αριστοφ. 2. μεταφ., ἰὸς κ., βέλος με φτερά, σε Σοφ.· λειμὼν κ., πράσινο λιβάδι, σε Ευρ. II. ως ουσ., κομήτης, σε Αριστ.