Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόλπος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κόλπος, , Λατ. sinus· I. 1. στήθος, κόρφος, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μήτρα, σε Ευρ. II. δίπλα που σχηματίζεται από χαλαρή πτύχωση σε ρούχο, και μάλιστα όταν πέφτει πάνω από την ζώνη, σε Ομήρ. Ιλ.· αυτή η πτυχή μερικές φορές χρησίμευε ως θυλάκιο, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· κόλπον ἀνιεμένη, αφήνοντας το μανδύα να σχηματίζει πτύχωση, δηλ. αποκαλύπτοντας το στήθος της, σε Ομήρ. Ιλ.· κόλπῳ πεπλώματος, κάτω από το πέπλο με τις βαθιές πτυχώσεις, σε Αισχύλ.· ἐπὶ σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι, έχοντας αφήσει τους μανδύες τους να πέσουν στους αστράγαλους, σε Θεόκρ. III. οτιδήποτε κοιλώδες όπως· 1. λέγεται για τη θάλασσα, αλλά πρώτα με σημασία σχεδόν κυριολεκτική, θέτις ὑπεδέξατο κόλπῳ, τον υποδέχθηκε στον κόρφο της, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα, λέγεται για το βαθύ κοίλωμα μεταξύ των κυμάτων, σε Όμηρ. 2. κόλπος ή όρμος θάλασσας, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. 3. κοιλάδα, κ. Ἀργεῖος, σε Πίνδ.· Ἐλευσινίας Δηοῦς ἐν κόλποις, σε Σοφ.