LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κόκκυξ"
- κόκκυξ, -ῡγος, ὁ, ο κούκος, ονομάζεται έτσι από το κρώξιμο κόκκυ, Λατ. cuculus, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε τρεῖς, ψηφίστηκα από τρεις φωνές κούκων, δηλ. από τρεις που έδωσαν τις ψήφους τους ξανά και ξανά, σε Αριστοφ.

