Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόθορνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κόθορνος, , Λατ. cothurnus, 1. σανδάλι ή ψηλό παπούτσι, που φτάνει ως τη μέση του ποδιού, σε Ηρόδ. κ.λπ. Ο κόθορνος φορούνταν από τους τραγικούς υποκριτές, τα τακούνια (πάτοι) των οποίων βοηθούσαν στο να προστεθεί ύψος στον χαρακτήρα και να δοθεί μεγαλοπρέπεια στο ανάστημα· έτσι ο cothurnus έγινε το σήμα κατατεθέν της Τραγωδίας, όπως ήταν ο soccus για την κωμωδία. 2. επειδή τα παπούτσια αυτά μπορούσε κάποιος να τα φορέσει σε όποιο πόδι ήθελε αδιακρίτως, ο Κόθορνος κατάντησε παρατσούκλι ανθρώπου με ευμετάβολο χαρακτήρα και χωρίς αρχές, όπως ο Θηραμένης, σε Ξεν.