LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κωπήρης"
- κωπ-ήρης, -ες (*ἄρω), I. εξοπλισμένος με κουπιά, σε Αισχύλ., Ευρ., Θουκ. II. αυτός που κρατά το κουπί, χείρ, σε Ευρ.