
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κωλύω"
- κωλύω[ῠ], μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἐκώλῡσα, παρακ. κεκώλυκα — Παθ., μέλ. κωλῡθήσομαι και στον Μέσ. τύπο κωλύσομαι· αόρ. αʹ ἐκωλύθην [ῡ], παρακ. κεκώλῡμαι· εμποδίζω, σταματώ, απαγορεύω· 1. με αιτ. και απαρ., εμποδίζω ή κωλύω κάποιον από το να κάνει, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ., εμποδίζομαι, τοῦ ὕδατος πιεῖν, από το να πιει νερό, σε Πλάτ.· κωλυόμεσθα μὴ μαθεῖν, σε Ευρ.· σπανίως με μτχ., μὴ κωλύωνται περαιούμενοι, σε Θουκ. 2. με γεν. πράγμ., κ. τινά τινος, εμποδίζω κάποιον από το να κάνει, σε Ξεν.· ομοίως, κ. τινὰ ἀπό τινος, στον ίδ. 3. με αιτ. πράγμ., εμποδίζω, αποτρέπω, κωλύω, κωλυσιεργώ, σε Ευρ., Θουκ. — Παθ., μηδὲ δαπάνῃ κεκωλύσθω, και ας μην υπάρχει κανένα εμπόδιο λόγω δαπανών, σε Θουκ. 4. απόλ., ὁ κωλύσων, αυτός που εμποδίζει, σε Σοφ.· τὸ κωλῦον, εμπόδιο, κώλυμα, σε Ξεν. 5. συχνά στο γʹ πρόσ., οὐδὲν κωλύει, δεν υπάρχει τίποτα να εμποδίσει, με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οὐδὲν κωλύει, απόλ. ως μορφή συγκατάθεσης, τίποτα δεν εμποδίζει, ας γίνει, σε Αριστοφ.