LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κωκύω"
- κωκύω, μέλ. -ύσω [ῡ], -ύσομαι, αόρ. αʹ ἐκώκῡσα, Επικ. κώκῡσα· I. ουρλιάζω, κραυγάζω, θρηνώ, οδύρομαι, κυρίως για τις γυναίκες, σε Όμηρ. 2. με αιτ., θρηνώ πάνω σε νεκρό, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Σοφ.