Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κωκυτός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κωκῡτός, , I. θρήνος, κραυγή, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. II. Κωκῡτός, , ο Κωκυτός, ο ποταμός του θρήνου (πρβλ. Ἀχέρων), ένας από τους ποταμούς του Άδη, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.