LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κυρτός"
- κύρτος, ὁ, 1. = το προηγ., σε Πλάτ. 2. κλουβί πουλιών, Λατ. cavea, σε Ανθ.
- κυρτός, -ή, -όν, καμπυλωτός, τοξωτός, αψιδωτός, λέγεται για κύμα που ξεσπά, σε Ομήρ. Ιλ.· ὤμω κυρτώ, κυρτωμένοι, καμπουριαστοί, στο ίδ.· κ. τροχός, σε Ευρ.