LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κυριεύω"
- κῡριεύω, μέλ. -σω, 1. είμαι κύριος ή άρχοντας ανθρώπων ή χώρας, με γεν., σε Ξεν. 2. έχω έννομη εξουσία να πράξω, με απαρ., παρά Αισχίν.