Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κυριακός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κῡριακός, , -όν (κύριος), αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται στον κύριο ή αφέντη· ιδίως, αυτός που ανήκει στο Κύριο (δηλ. στον Ιησού Χριστό)· Κ. δεῖπνον, το δείπνο του Κυρίου, ἡ Κυριακὴ ἡμέρα, ἡ μέρα του Κυρίου, dies Dominica, σε Κ.Δ. (υποτίθεται πως ήταν το αρχικό του Τευτονικού kirk, kirche, εκκλησία· αλλά πως αυτό το ελληνικό όνομα υιοθετήθηκε από τα βορειότερα έθνη, περισσότερο απ' ότι το Ρωμαϊκό όνομα ecclesia, δεν έχει εξηγηθεί ικανοποιητικά).