LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κυρίως"
- κῡρίως, επίρρ. του κύριος, I. όπως ένας άρχονας ή αφέντης, επιβλητικά, έγκυρα, σε Αισχύλ. II. κανονικά, πρωταρχικά, εύλογα, νόμιμα, κ. ἔχειν, είμαι ορισμένος, ισχύω, στον ίδ.· κ. αἰτεῖσθαι, sue jure, σε Σοφ. κ.λπ. III. λέγεται για λέξεις, με την αρχική τους σημασία, σε Αριστ.

