LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κυνικός"
- κῠνῐκός, -ή, -όν (κύων), I. όμοιος με σκύλο, Λατ. caninus, σε Ξεν. II. Κυνικός, ὁ, Κυνικός, όπως ονομάζονταν οι ακόλουθοι του φιλόσοφου Αντισθένη, σε Πλούτ.

